κυλικείο

κυλικείο
το
1. τράπεζα πάνω στην οποία έχουν παρατεθεί διάφορα γλυκά, ποτά, οπωρικά κ.ά., για τους προσκαλεσμένους στην εσπερίδα, μπουφές.
2. το διαμέρισμα οικίας που παρατέθηκαν τα παραπάνω, ή το ειδικό διαμέρισμα πλοίου ή σιδηροδρομικού σταθμού κτλ., όπου πουλιούνται αυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυλικείο — το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ] τραπέζι με ποτά και ποτήρια νεοελλ. 1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο») 2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται… …   Dictionary of Greek

  • καντίνα — (I) η στεγασμένο ή όχι κυλικείο όπου πωλούνται αναψυκτικά, πρόχειρα φαγητά και διάφορα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantina]. (II) η η κυρίως σύζυγος τού σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadine] …   Dictionary of Greek

  • κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μπουφές — ο 1. έπιπλο για τη φύλαξη επιτραπέζιων σκευών 2. τμήμα κέντρου αναψυχής, όπου σερβίρονται ποτά ή πρόχειρο φαγητό, κυλικείο 3. τραπέζι με μεζέδες οι οποίοι προσφέρονται σε γιορτή ή συγκέντρωση, κατά την οποία οι καλεσμένοι σερβίρονται μόνοι τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοφόρος — ον,ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρον εκκλ. επικάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τραπεζοφόρος δούλος που μετέφερε το τραπέζι 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τραπεζοφόρος (στην Αθήνα) ιέρεια τής… …   Dictionary of Greek

  • φουαγιέ — το, Ν άκλ. αίθουσα, με κυλικείο συνήθως, σε θέατρο ή σε κινηματογράφο, όπου παραμένουν στα διαλείμματα οι θεατές και καπνίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foyer < λατ. focarium (< λατ. focus «φωτιά, εστία»)] …   Dictionary of Greek

  • μπουφές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. έπιπλο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα γυαλικά του σπιτιού. 2. κυλικείο: Πήραμε καφέδες από τον μπουφέ της σχολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουαγιέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), αίθουσα (συνήθως με κυλικείο) σε θέατρο, όπου μπορούν να παραμένουν οι θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”